- αποποίηση
- η (AM ἀποποίησις)απόρριψη, μη αναγνώριση, αποδοκιμασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποποιήσῃ — ἀποποιήσηι , ἀποποίησις disclaimer fem dat sg (epic) ἀποποιέω unmake aor subj mid 2nd sg ἀποποιέω unmake aor subj act 3rd sg ἀποποιέω unmake fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποποιήσῃ , ἀποποιέω unmake futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱ποποιήσῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
απόρρησις — ἀπόρρησις, η (Α) [ρήσις] 1. απαγόρευση 2. άρνηση, αποποίηση, εγκατάλειψη ζητήματος 3. λύση ανακωχής 4. αποκήρυξη, αποκλήρωση 5. υποχώρηση … Dictionary of Greek
βύσσινο — το 1. ο καρπός της βυσσινιάς 2. φρ. «να λείπει το βύσσινο» για την αποποίηση προσφοράς που κρίνεται περιττή ή ασύμφορη ή και επικίνδυνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. επίθ.) βύσσινος* (< βύσσος)] … Dictionary of Greek
δωρεά — Η χωρίς αντάλλαγμα παροχή περιουσιακού στοιχείου. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι θετική· έτσι, η παράλειψη κτήσης ενός πράγματος, η παραίτηση από μελλοντικό δικαίωμα καθώς και η αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως… … Dictionary of Greek
παραίτηση — η / παραίτησις, ήσεως, ΝΜΑ [παραιτούμαι] εκούσια εγκατάλειψη θέσεως, αξιώματος ή δικαιώματος νεοελλ. 1. συνεκδ. το έγγραφο με το οποίο δηλώνει κανείς στην προϊστάμενη αρχή ότι παραιτείται από τη θέση του 2. (νομ.) ηθελημένη αποξένωση τού… … Dictionary of Greek
καταδολίευση δανειστών — Όρος του αστικού δικαίου που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό πράξης του οφειλέτη, η οποία αποσκοπεί να ματαιώσει την ικανοποίηση των δανειστών του· ειδικότερα ως κ.δ. αναφέρεται η απαλλοτρίωση, δηλαδή η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων… … Dictionary of Greek